- Πασία
- Πασίᾱ , Πασίηςmasc nom/voc/acc dual (doric)Πασίᾱ , Πασίηςmasc voc sg (attic doric)Πασίᾱ , Πασίηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πασίᾳ — Πασίᾱͅ , Πασίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πασίας — Πασίᾱς , Πασίης masc acc pl (doric) Πασίᾱς , Πασίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πασίαν — Πασίᾱν , Πασίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιγινήτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Αρκάδων, γιος του Πόμπου. Ονομάστηκε από τον πατέρα του Α., λόγω της εύνοιας που έδειχνε στους Αιγινήτες εμπόρους που επισκέπτονταν την Αρκαδία. II (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Σικυώνιος ζωγράφος. Μνημονεύεται από τον… … Dictionary of Greek
paşe — páşe ( şi), s.m. – Tltlu dat în Imperiul Otoman unor înalţi funcţionari. – var. paşă, înv. paşa, pl. paşale. Mr. păşe, paşă, megl. paşă. tc. paşa, pl. paşalar (Şeineanu, II, 285; Lokotsch 1640), cf. ngr. πασιά, πασᾶς, alb … Dicționar Român